τορρεύα

τορρεύα
η, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ταξίδες τής τάξης ταξώδη και περιλαμβάνει 6-8 είδη δένδρων και θάμνων που απαντούν κατά τόπους στη Βόρεια Αμερική, στην Κίνα και στην Ιαπωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torreya, από το όν. τού Αμερικανού βοτανολόγου και χημικού John Torrey].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”